- ταραχῶν
- ταραχήdisorderfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταράχων — τάραχος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νομικής, γεγονότα — Μεγάλες πολιτικές κινητοποιήσεις που συντάραξαν την Αθήνα τον Φεβρουάριο Μάρτιο του 1973 και είχαν ως στόχο το δικτατορικό καθεστώς. Ξεκίνησαν με την έκδοση νομοθετικού διατάγματος, το οποίο επέτρεπε στο υπουργείο Άμυνας να διακόπτει κατά βούληση … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ανάκλητος — Όνομα δύο παπών της Ρώμης. 1. Α. Α’ (ή Ανέγκλητος). Αθηναίος, γιος του φιλόσοφου Αντίοχου. Διετέλεσε επίσκοπος της Ρώμης στο τέλος του 1ου αι., δεύτερος στη σειρά μετά τον Αίνο. Μαρτύρησε στους διωγμούς των χριστιανών και η Δυτ. Εκκλησία τον τιμά … Dictionary of Greek
ανάφλεξη — η (Α ἀνάφλεξις) [αναφλέγω] 1. ξαφνική και απότομη μετάδοση σπινθήρα ή φλόγας 2. έκρηξη πάθους, αναρρίπιση πάθους 3. ξέσπασμα ταραχών, πολέμου κ.λπ … Dictionary of Greek
ανακλητός — Όνομα δύο παπών της Ρώμης. 1. Α. Α’ (ή Ανέγκλητος). Αθηναίος, γιος του φιλόσοφου Αντίοχου. Διετέλεσε επίσκοπος της Ρώμης στο τέλος του 1ου αι., δεύτερος στη σειρά μετά τον Αίνο. Μαρτύρησε στους διωγμούς των χριστιανών και η Δυτ. Εκκλησία τον τιμά … Dictionary of Greek
αυξησία — Αρχαία θεότητα της γης, που τη λάτρευαν στην περιοχή της Επιδαύρου, γιατί σύμφωνα με την παράδοση είχε σώσει τους κατοίκους της από αφορία και λιμό. Άλλη παράδοση εμφανίζει την Α. παρθένα από την Κρήτη, που ήρθε στην Τροιζήνα με τη φίλη της Δαμία … Dictionary of Greek
καφενείο — Κατάστημα στο οποίο προσφέρονται καφές, διάφορα αναψυκτικά και γλυκά, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως χώρος συνάντησης και ψυχαγωγίας. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, πρόδρομος του σημερινού κ. ήταν το αρχαίο θερμοπώλιο, στο οποίο οι άνθρωποι… … Dictionary of Greek
ουρβανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Άγκυρα επί Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 23 Ιουνίου. 2. Για να αποφύγει τον διωγμό των Αρειανών, πήγε στη Νικομήδεια και ζήτησε την προστασία του… … Dictionary of Greek